Το Αθλητικό Δίκαιο είναι τόσο παλαιό όσο και ο αθλητισμός. Στην κοιτίδα του αθλητισμού, την Αρχαία Ελλάδα, μάλιστα, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων που διεξήγοντο κάθε τέσσερα χρόνια για χίλια περίπου χρόνια (776 π.Χ – 393 μ.Χ.), υπήρχε ολόκληρο σύστημα κανόνων που ρύθμιζαν τόσο την οργάνωση και λειτουργία της αθλητικής δραστηριότητας όσο και την απονομή της αθλητικής δικαιοσύνης. Ως ακαδημαϊκός κλάδος όμως το Αθλητικό Δίκαιο έχει ζωή τεσσάρων-πέντε δεκαετιών. Στην Ελλάδα διδάσκεται στα πανεπιστήμια από την ακαδημαϊκή χρονιά 1984-85, ενώ από το ακαδημαϊκό έτος 2005-2006 εισήχθησαν και οι πρώτοι φοιτητές σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με κατεύθυνση το Αθλητικό Δίκαιο(1). Στην Κύπρο, το θέμα διδάσκεται μόνο στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας από το 2015.
Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο κλάδο του δικαίου λόγω του γεγονότος ότι μεγάλο μέρος των κανόνων του δεν τίθενται από το κράτος, όπως συμβαίνει με όλα τα άλλα σχεδόν δίκαια, αλλά από διεθνείς ΙΔΙΩΤΙΚΟΥΣ αθλητικούς οργανισμούς (Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, (ΔΟΕ), Διεθνείς και ηπειρωτικές Αθλητικές Ομοσπονδίες (π.χ ΦΙΦΑ, ΟΥΕΦΑ, κ.α.). Κανόνες αθλητικού δικαίου θέτουν, βέβαια, και τα κράτη και οργανισμοί διεθνούς δικαίου (π.χ. ΟΗΕ, ΟΥΝΕΣΚΟ), η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του αθλητισμού (CAS), καθώς και οι αθλητικοί οργανισμοί της κάθε χώρας.
Εκείνο που αξίζει ιδιαίτερης προσοχής με το Αθλητικό Δίκαιο είναι η τεράστια δύναμη επιβολής των κανόνων του, παρόλο τον ιδιωτικό του κυρίως χαρακτήρα. Στην ουσία οι κανόνες που θέτουν οι ιδιωτικοί αυτοί οργανισμοί γίνονται σεβαστοί από όλους, συμπεριλαμβανομένων των κρατών, και έχουν παγκόσμια ισχύ. Για παράδειγμα, το παγκόσμιο αθλητικό κίνημα έχει αποκλείσει τα τακτικά κρατικά δικαστήρια από την εκδίκαση αθλητικών διαφορών, κάτι που είναι αντισυνταγματικό σε όλα σχεδόν τα κράτη του κόσμου, αλλά η απαγόρευση αυτή έγινε αποδεκτή από όλους. Ορισμένοι μελετητές, μάλιστα, θέτουν ως ανάγκη να καθορισθούν θεσμικά οι αντίστοιχες περιοχές αρμοδιότητας των τακτικών δικαστηρίων και των οργανισμών που διοικούν τον αθλητισμό (2).
Μπορεί να λεχθεί ότι διεθνείς, αλλά και οι εθνικοί αθλητικοί οργανισμοί δρουν «κυριαρχικά», επιβάλλοντας τους δικούς τους κανόνες σε όλους τους συμμετέχοντες, οι οποίοι συμμορφώνονται μη έχοντας άλλη επιλογή, αφού το καθεστώς είναι μονοπωλιακό και η μη συμμόρφωση οδηγεί σε κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να φθάσουν μέχρι και την αποβολή από το αθλητικό κίνημα όπως έγινε με τη Νότιο Αφρική τη δεκαετία του ’80, λόγω της ρατσιστικής της συμπεριφοράς. Δημιουργήθηκε έτσι μια ιδιόμορφη «έννομη τάξη», η αθλητική, η οποία έχει αποκτήσει τέτοια δύναμη, ώστε να συμπεριφέρεται σαν αυτόνομη εξουσία (αυταρχικά πολλές φορές). Αυτό το «κράτος εν κράτει» συγκρούεται σε μερικές περιπτώσεις τόσο με τις εθνικές έννομες τάξεις όσο και με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Στις περιπτώσεις αυτές μάλιστα η «αθλητική έννομη τάξη» απαιτεί από όλους τους άλλους να συμμορφώνονται με τους δικούς της κανόνες πράγμα που στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται (διότι αν μια χώρα δεν συμμορφωθεί είναι πολύ πιθανόν οι ομάδες της να αποκλειστούν από τις διεθνείς συναντήσεις) (3). Μόνο το ευρωπαϊκό δίκαιο βγήκε μερικώς κερδισμένο από τη «σύγκρουση» αυτή και έθεσε τους δικούς του κανόνες στο αθλητικό κίνημα.
Μπορεί να πει κανείς πως οι αθλητικοί κανόνες είναι πιο δυνατοί και από αυτούς τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Τουρκίας σε σχέση με την Κύπρο. Η Τουρκία δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και τη θεωρεί ως εκλιπούσα. Όταν πρόκειται, όμως, για τον αθλητισμό υποκύπτει στη μεγάλη του δύναμη να επιβάλλει κυρώσεις και συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις αναγνωρίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία. Και όχι μόνο αποδέχεται τις συναντήσεις μεταξύ ομάδων και αθλητών των δύο χωρών (είχαμε πολλές τέτοιες συναντήσεις, σε διάφορα αθλήματα τα τελευταία χρόνια), αναρτά και την κυπριακή σημαία, παιανίζει τον εθνικό ύμνο (είναι εδώ που χρειάζεται να έχουμε και κρατικό ύμνο, πέραν του εθνικού), ενώ οι ομάδες της έρχονται στην Κύπρο μέσω της νόμιμης οδού και όχι μέσω των Κατεχομένων.
Το παράδειγμα της συμπεριφοράς της Τουρκίας στις αθλητικές της σχέσεις με την Κύπρο, αποτελεί απτή απόδειξη ότι το αθλητικό κίνημα διαθέτει τεράστια δύναμη επιβολής των κανόνων του, που σε μερικές περιπτώσεις υπερβαίνει τη δύναμη επιβολής πολύ ισχυρών οργανισμών, όπως είναι π.χ. ο ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ΟΗΕ εξέδωσε αποφάσεις για την Κύπρο (π.χ Αμμόχωστος που είναι και στην επικαιρότητα) που για δεκαετίες δεν εφαρμόζονται από την Τουρκία, η οποία δεν ανησυχεί ότι θα υποστεί οποιαδήποτε κύρωση. Το ίδια και με την Ε.Ε. η οποία καλεί από το 2004 την Τουρκία να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της έναντι της Κύπρου, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τις υποδείξεις αυτές η Τουρκία τις γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της… Το αθλητικό κίνημα, όμως, το υπακούει τυφλά και λόγω αυτής της υπακοής η …εκλιπούσα Κυπριακή Δημοκρατία ζωντανεύει(4).
Επίσης, το αθλητικό κίνημα έχει δικό του τρόπο αναγνώρισης κρατών ώστε να τα εντάξει στο διεθνές αθλητικό κίνημα. Η βάση είναι ότι η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) αναγνωρίζει μόνο μια Ολυμπιακή Επιτροπή σε κάθε αναγνωρισμένο κράτος, ενώ οι διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες αναγνωρίζουν μόνο μια ομοσπονδία για κάθε άθλημα σε κάθε κράτος, γι΄αυτό και το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος δεν έχει οποιαδήποτε διεθνή αθλητική δραστηριότητα ούτε και θα έχει για όσο χρόνο δεν είναι αναγνωρισμένο.
Βιβλιογραφικές αναφορές :
1. Παναγιωτόπουλος Δ., (2005), Αθλητικό Δίκαιο: Συστηματική Θεμελίωση και Εφαρμογή, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σελ 59-60.
2. Beloff M., Kerr T., and Demetriou M., (2012), Sports Law, Hart Publishing; 2 edition. παρ 1.1
3. Casini L., (2010), The Making of a Lex Sportiva by the Court of Arbitration for Sport. Paper firstly presented at the Max Planck Institute International Conference on Beyond. Dispute: International Judicial Institutions as Law‐Makers, Heidelberg, June, 14–15.
4. Γεωργίου, Β, (2015) Εισαγωγή στο Αθλητικό Δίκαιο, εκδόσεις Ηλία Επιφανίου, οπισθόφυλλο.